- μικροκαμπής
- μικρο-καμπής, ές,A with a small bend, much bent, Antyll.(?)ap.Orib. 45.18.5, Paul.Aeg.6.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μικροκαμπής — μικροκαμπής, ές (Α) αυτός που είναι κάπως κυρτός, ο ελαφρά καμπύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + καμπής (< κάμπτω), πρβλ. μεγαλο καμπής] … Dictionary of Greek
μικροκαμπεῖ — μικροκαμπής with a small bend masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) μικροκαμπής with a small bend masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροκαμπῶν — μικροκαμπής with a small bend masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek